κοχλιοειδῆ

κοχλιοειδῆ
κοχλιοειδής
spiral
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
κοχλιοειδής
spiral
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
κοχλιοειδής
spiral
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πιεστικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πίεση, που γίνεται με πίεση ή με τον οποίο ασκείται πίεση 2. μτφ. καταπιεστικός, καταθλιπτικός 3. εξαναγκαστικός («πιεστικά μέτρα») 4. άμεσος, επείγων, υποχρεωτικός («πιεστικές ανάγκες») 5. φρ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”